- ασπρουλιάρης, -α, -ικο
- ασπριδερός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασπρουλιάρης — άρα, ικο ο ωχρός, ο αναιμικός … Dictionary of Greek
ξασπρουλιάρης — α, ικο αυτός που έχει χάσει το χρώμα του, ξεθωριασμένος, ξασπρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ασπρουλιάρης] … Dictionary of Greek